μουρντάρεμα

μουρντάρεμα
το
-ατος,ακολασία, ηθική παρεκτροπή, η ροπή σε ασέλγεια: Στον άντρα της αρέσουν τα μουρνταρέματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουρντάρεμα — και μουρδάρεμα το [μουρνταρεύω] 1. βρόμισμα, λέρωμα 2. εκτροπή, παρεκτροπή 3. επίψογη πράξη, ιδίως υπεξαίρεση χρημάτων ή επιδίωξη αθέμιτου κέρδους με δόλο, κατεργαριά …   Dictionary of Greek

  • μουρδάρεμα — το βλ. μουρντάρεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”